Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2016

Κόκκινη κορδέλα

Κάτι της φάνηκε περίεργο, περπατούσε στο πεζοδρόμιο μίας μεγάλης λεωφόρου, δεν είχε τη δυνατότητα ούτε καν ν’αναπνεύσει, αν και η ιδέα  σφηνώθηκε επίμονα στο μυαλό της, πρέπει να σκύψει, πρέπει να κοιτάξει!
Αρχικά αντιστάθηκε, είχε αργήσει τραγικά στο ραντεβού της, το μόνο που δεν την ένοιαζε, ήταν να δώσει σημασία σε μία απροσδιόριστη φωνή που έφτανε ανεπαίσθητα στ’ αυτιά της.
Περπατούσε όλο και πιο γρήγορα, σχεδόν δεν ξεχώριζε κτίρια από ανθρώπους, διάολε δεν είχε χρόνο...
Ώσπου, ξαφνικά, η ανεπαίσθητη φωνούλα άρχισε να σκεπάζει τα πάντα γύρω της, δεν άκουγε τίποτε άλλο, είχε σταματήσει σύξυλη, δεν μπορούσε να αντιληφθεί τίποτε περισσότερο, παρά μόνον αυτήν: 
«Κοίταξε λίγο προς τα κάτω»
Οι περαστικοί άρχισαν να διαμαρτύρονται έντονα, αποφάσισε, περισσότερο για να προλάβει το ραντεβού της, να υπακούσει:  Στο ξεχαρβαλωμένο πλακόστρωτο του πεζοδρομίου τότε, για μία και μόνον στιγμή, ξεχώρισε, θολά στην αρχή, πιο ξεκάθαρα στη συνέχεια, την ίδια, πέντε χρόνων πάνω-κάτω, ξάγρυπνη κάτω από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο της σειράς, τα δώρα δεν ήταν πολλά, ήταν όμως όλα τυλιγμένα με κόκκινες κορδέλες, αργότερα εκείνη κρατώντας στην αγκαλιά της ένα μωρό, ανοιγόκλεινε τα ματάκια του στα φώτα του ίδιου δέντρου, αυτήν πριν κάποιες μέρες να στριμώχνει το δέντρο σε μία γωνιά της αποθήκης, εκείνη, τώρα, ακίνητη  στη μέση του ξεχαρβαλωμένου πλακόστρωτου να εμποδίζει, ν’ ακούει όλο και δυνατότερα τις βρισιές, κάποιοι είχαν αρχίσει να σπρώχνουν, δεν την ένοιαζε... 
Κανένας από δαύτους δεν κρατούσε πακέτο με κόκκινη κορδέλα...




Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2016

The losers' low profile


Αδυναμία διάκρισης, έστω και μερικής...
Γενικά είσαι ορθολογίστρια, μέτρα και σταθμά δεν σου ξεφεύγει τίποτα, πώς διάολε σήμερα την πάτησες? 
Πώς αφέθηκες εκεί που έπρεπε να κρατήσεις και να κρατηθείς? Πώς, πώς, πώς...
Οι απαντήσεις βρίσκονται στο «θυμικό», εκεί που το συναίσθημα σε κάνει τυφλή, εκεί που ξεχνάς  λάθος ο αποστολέας, λάθος ο παραλήπτης, αφήνεσαι στους losers, έχουν καταφέρει αυτοί χρησιμοποιώντας τεχνηέντως ένα low profile, να σε κάνουν να πιστέψεις πως είναι πάντα «εδώ»...
Μόνο που το «εδώ» δεν υπάρχει...
Ποτέ δεν υπήρχε για να είμαστε ειλικρινείς... 
Κάποιος πήρε λιγότερα, κάποιος περισσότερα... 
Τα λιγότερα βαραίνουν πιο πολύ, ξύπνα επιτέλους, ο χαμένος τα παίρνει όλα, είσαι χαμένη «υπό αίρεση»...
Ξύπνα...



Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2016

Christmas time is here

Παλιά είχες μιαν απόλυτη χαρά, τις ερωτευόσουν αυτές τις «εορταστικές ημέρες» τώρα πια όχι, περιμένεις, μάλλον είσαι εκτός προθεσμίας...
Βάζεις τα δάχτυλά σου στα σωστά πλήκτρα του υπολογιστή, τόσο, όσο για να μην φανερώσεις την αδυναμία σου, η αλήθεια είναι πως δεν έχεις παραδοθεί ακόμα όσο κι ας μην το παραδέχεσαι...
Η ελπίδα παθαίνει τελευταία λένε οι σοφοί...
Για ποια ελπίδα μιλάνε δεν έχεις καταλάβει ακόμα...
Εσύ είσαι face to face  με τον θάνατο...
Όλα σου φαίνονται προσωρινά, είναι προσωρινά κι αν σου χαλάω τη βιτρίνα λυπάμαι...
Η γειτόνισσα φέρνει κουραμπιέδες και μελομακάρονα «για το καλό των Χριστουγέννων» λέει...
Χιλιάδες φωτάκια στην άσχημη πόλη σου, προσπαθούν να σε κάνουν να πιστέψεις πως όλα είναι αλλιώς...
Τη νύχτα που ανάβουν, ίσως, καντηλάκια για τους πεθαμένους, τη μέρα, τα γκρίζα καλώδια στραβοβαλμένα, κρέμονται άχαρα πάνω σε ξεραμένα κλαδιά δέντρων, στα σκουριασμένα κάγκελα από τις πολυκατοικίες της σειράς, στους ξεχαρβαλωμένους Άγιους Βασίληδες που προσπαθούν ν’ ανέβουν, αλήθεια πού?
Στο ανύπαρκτο, «της γωνιάς μας κόκκινο αναμμένο τζάκι»...
Παλιά ερωτευόσουν αυτές τις «εορταστικές ημέρες» , τώρα πια όχι, ακόμα κι αν δεν έχεις παραδοθεί ακόμα...





Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

A really good story

Το ζήτημα είναι πως δεν μπορείς να γράψεις μια σωστή ιστορία, ούτε μικρή ούτε μεγάλη.
Γιατί ενώ ξέρεις τα βασικά αρχή-μέση-τέλος, το μυαλό σου πηδάει ανάποδα, οι ιστορίες δεν είναι για σένα, πάρ’το χαμπάρι  επιτέλους, οι εικόνες σου μικρές, τα ταξίδια σου κοντινά, φαντασία έχεις, ναι, αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς, μόνο που δεν μπορεί να συμπυκνωθεί σε γραφή προς ανάγνωση, δεν βγάζει νόημα, είναι άστατη, απροσδιόριστη, χωρίς ειρμό...
Ειρμός...Να μια ωραία έννοια, θα μπορούσες να την ακολουθήσεις σε βάθος και τότε θα έβλεπες το κείμενό σου να κυλάει αβίαστα.
Όμως οι σκέψεις σου αρνούνται, νομίζουν πως είναι «συρμός» με βαγόνια δεμένα  με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια το ένα πίσω από το άλλο,  ακολουθούν την ίδια πορεία, αν τολμήσουν να ξεφύγουν εκτροχιάζουν τον «συρμό», εκ- τροχιάζουν, βγάζουν έξω από την ευθεία, υλικά και άυλα...
Για τα υλικά δεν νοιάζεσαι πολύ, μπορούν ν’ αντικατασταθούν, από τα άυλα δεν μπορείς να ξεφύγεις, αυτά που σε κυνηγούν, σε κατατρέχουν και βλέπεις?  Όταν απελευθερώνονται βγαίνουν συνέχεια μπροστά σου...
Αν δεν υπήρχαν θα έγραφες μία σωστή ιστορία...




Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Ένας σκούφος κι ένας σκύλος

Φορούσε πάντα, χειμώνα  - καλοκαίρι, έναν απροσδιορίστου χρώματος και σχήματος σκούφο που κάλυπτε σχεδόν τα μάτια του....
Οδηγούσε ένα βαν, το έβαφε ανάλογα με τα κέφια του, με οποιουδήποτε είδους μπογιά, σε όλα τα δυνατά κι αδύνατα χρώματα, ούτε αστυνομικοί, ούτε κοινωνικοί λειτουργοί, ούτε οι κάτοικοι της περιοχής που επέλεγε να το παρκάρει μπορούσαν να τον ξεφορτωθούν, όταν έβγαινε, πάντα με τον σκούφο του, έσερνε από κοντά έναν κίτρινο σκύλο, τα ρούχα του ήταν ό,τι πιο αλλοπρόσαλλο μπορούσε να φανταστεί κανείς, «θεϊκή έμπνευση σήμερα», απαντούσε, σ’ όποιον επιχειρούσε να σχολιάσει, κι ας έδενε το παντελόνι του μ’ένα χοντρό καραβόσκοινο και  τον σκύλο με τη δική του ζώνη....

Είχε διασχίσει σχεδόν όλη τη βόρεια Αγγλία, με το βαν που άλλαζε χρώματα, τον σκύλο  και τον σκούφο.
Στους σταθμούς του, κανένας δεν έδινε σημασία, περνούσε πάντα απαρατήρητος.
Ώσπου έφτασε στο Σέφιλντ, το βαν είχε γίνει στο μεταξύ μοβ, χρειάστηκε να κάνει μία στάση για την ανάγκη του, έρημη ήταν η περιοχή, τα σπίτια σε μεγάλες αποστάσεις, χωρίζονταν από βαλτόνερα  ανακατεμένα με διάσπαρτες καλαμιές, τον έκρυβαν καλά, είχε κατεβάσει το παντελόνι, ο σκύλος στεκόταν υπομονετικά δίπλα του, μέχρι να προλάβει να τακτοποιήσει τα αχαμνά του, εμφανίστηκε από το πουθενά, ένας πιτσιρικάς, τον έκοβε ίσα με έντεκα, κόκκινα μαλλιά, φακίδες, έντονα μπλε μάτια, πίστεψε στην αρχή πως θα εστίαζε σ’ όσα δεν είχε προλάβει ακόμα να κρύψει, όμως η ερώτηση του ήρθε κατακέφαλα:
-Γιατί φοράς μάλλινο σκούφο, κατακαλόκαιρο, κάτι κρύβεις έτσι?
Ήταν η πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια που σκέφτηκε πως έπρεπε να δώσει απάντηση σ’ εκείνα τα τεράστια γαλάζια μάτια...


Δίστασε λίγο...

-Ξέρεις, ναι, κρύβω, όλα όσα δεν μπόρεσα να καταφέρω τόσα χρόνια, οδηγώντας ένα βαν που αλλάζει χρώματα με συντροφιά έναν κίτρινο σκύλο...

Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

Shadows

Την είχαν συμβουλέψει να μη βαδίζει σε δύσκολους δρόμους με λάθος παπούτσια.
Προτίμησε να τα βγάλει, κάθε φορά πηδούσε κι ένα βήμα προσπαθώντας ν' αποφύγει τις γλιτσιασμένες άκρες, εκεί που χειμώνα- καλοκαίρι φύτρωναν αγκάθια. 
Ο χρόνος της χωρίς όρια, με κάποιο τρόπο τη βόλευε αυτό, αναμνήσεις από το πουθενά, φωτογραφίες χωρίς εικόνα, οι φωνές των πεθαμένων, όχι άγριες, τρυφερές, αυτοί ήξεραν πώς ν’ αγαπούν, προσπαθούσαν να την κάνουν ν’ακούσει, το πρώτο νανούρισμα, αυτή και καμία άλλη, δες κουνάει τα μικροσκοπικά της χέρια, τώρα ματώνουν όταν πάει να πιαστεί, ζητάει να πιει μπροστά από τη μπάρα, ένα Captain Morgan χωρίς πάγο, είναι ήδη αλλού, δύο, τρία -ο τυχερός της αριθμός- τα στεγνωμένα ρούχα στην ταράτσα δεν μαζεύτηκαν ποτέ, το χώμα στον τάφο κατακάθισε, γλιστράει, είναι πια αέρας και χώμα,σκόνη και σκιές...
Κοίτα πως παίζουν αυτές , θέλει να παίξει, θα μάθει...





Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2016

Les nuits parisiennes

Μία νύχτα στο κρεββάτι σου, πώς βρέθηκα εκεί, ημιόροφος ήταν τριώροφο, Monmartre, avenue Junot, bonsoir madame, bonsoir monsieur, η θυρωρός με το γκρίζο-πλατινέ μαλλί, πίσω από ένα ξεχαρβαλωμένο γκισέ δεν ρωτούσε πολλά...Ζητούσε όμως, ναι,
αυτό το θυμάμαι, κάθε πρώτη του μήνα, μαζί με τα κοινόχρηστα ένα μπουκάλι Creme de cassis,
 της άρεσε να πίνει Κir Ρoyale, μόνη της, με παρέα δεν κατάλαβα ποτέ... 
Ζούσα γι αυτήν τη νύχτα στο κρεβάτι σου, τις περισσότερες φορές ξυπνούσα πριν από σένα, ντυνόμουν αθόρυβα κι εξαφανιζόμουν.
Σκεφτόμουν, αυτό δεν μπορεί να κρατήσει, έχει πιάσει το κουμπί σου και το πατάει καθ’ έξιν, η αξιοπρέπεια, ο εγωισμός, το εγώ σου που κοιμούνται?

Στο κρεβάτι σου, μία στις τόσες, εκεί που ξεγυμνώνεις την ψυχή μου, στο τριώροφο, Monmartre, avenue Junot, εκεί που εξοντώνεις τις αντιστάσεις μου, μία προς μία, διακόπτοντας τον φευγαλέο μου ύπνο: « Πρέπει να φύγεις, είναι ώρα...»

Είναι ώρα... Πάντα φεύγω πρώτη...