Τον τελευταίο καιρό διάβαζε με μανία βιβλία «οριακά», ήταν
σε περίοδο αποθεραπείας από βαριά κατάθλιψη και ξεκινώντας από την αρχή,
προσπαθούσε να εστιάσει σε ιστορίες που της επέτρεπαν να συγκεντρωθεί για κάποιες ώρες σ’ ένα
συγκεκριμένο κείμενο, μεταξύ «φθοράς και αφθαρσίας».
Τα πήγαινε καλά, γελούσε
λίγο περισσότερο, το κενό βλέμμα είχε αντικατασταθεί από μία ακατάσχετη ανάγκη
να μην την ενοχλεί κανείς, ώσπου εκείνη ακριβώς τη στιγμή που αποφάσισε να
καπνίσει έπειτα από καιρό, τον είδε να διαγράφεται αχνά στην αρχή, πιο ξεκάθαρα
στη συνέχεια, κυρίως έβλεπε δύο πορφυρές σχισμές στη θέση των ματιών, έδιωξε με
το χέρι τον καπνό κι έμεινε εμβρόντητη: Ανάμεσα, στην Κοκκινοσκουφίτσα και τον Κακό Λύκο, τη Χιονάτη με τους
Επτά Νάνους, τον Χάνσελ και τη Γκρέτελ, νεράιδες, ξωτικά, μια τεράστια Τίγκερ
Μπελ κι έναν ελάχιστο Πήτερ Παν, είδε Αυτόν, χωρίς πρόσωπο, να την ξεγυμνώνει, δεν
ένιωθε ντροπή ούτε απέχθεια, αφέθηκε, τον ένιωσε να μπαίνει μέσα της, ένιωσε –απ’
ό,τι μπόρεσε αργότερα να θυμηθεί- τον πιο έντονο οργασμό της ως τότε ζωής της.
Η επόμενη μέρα ήταν εργάσιμη, ξύπνησε στην ώρα της, έφτασε λίγο νωρίτερα στο
γραφείο, την ώρα που άνοιγε τα παράθυρα, είδε στο τζάμι δύο μάτια σαν πορφυρές σχισμές, τις αγνόησε, έσκυψε
και πάτησε το on στον υπολογιστή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου