Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

Inside out



Την παρακολουθούσε εδώ και ένα μήνα.

Καθισμένος στο ξεχαρβαλωμένο παγκάκι, της παρατημένης παιδικής χαράς, δίπλα στο μοναδικό δέντρο, έβλεπε χωρίς να φαίνεται. 

Κάθε μέρα στις οκτώ παρά τέταρτο το πρωί, έβγαινε από τη σιδερένια πόρτα της μονοκατοικίας του ΄60, ήταν ανάμεσα στα 40 με 50, μέτριο ανάστημα, σφιχτοχτενισμένα μαλλιά, σφιχτοκουμπωμένη καπαρντίνα,  αδιάφορο πρόσωπο, γρήγορο βήμα, κοιτούσε πάντα φευγαλέα προς τα πίσω, γύριζε στις επτά, καμιά φορά στις οκτώ κρατώντας σφιχτά μαύρα ντοσιέ, το βήμα τότε ήταν πιο αργό, η καπαρντίνα ανοιχτή, τα φώτα που μισοφαίνονταν έκλειναν στις δώδεκα ή και αργότερα, τις άλλες φορές σχολαστικά στις δέκα.

Εκτός από την Πέμπτη, νωρίτερη επιστροφή, περιποιημένο χτένισμα, έξαψη στο βάδισμα, στις εννιά ένας άντρας, ποτέ δεν είχε καταφέρει να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του, χτυπούσε, έμπαινε βιαστικά, μόλις που προλάβαινε μια κόκκινη δαντέλα πάνω σ’ ένα ντελικάτο πόδι, τα φώτα κάθε Πέμπτη έσβηναν σχεδόν αμέσως.

Τα Σαββατοκύριακά της πανομοιότυπα, φορτωμένη με σακούλες σούπερ μάρκετ, δίωρη έξοδος το απόγευμα, τα φώτα έκλειναν στις δέκα, τα παράθυρα ποτέ δεν άνοιγαν, την Κυριακή έμενε σπίτι.

Κάθε μέρα, κάθε μέρα, κάθε μέρα…

via www.dithepi.gr

Μόνο μια καθόλα αδιάφορη Τετάρτη, την ίδια πρωινή της ώρα, με μαλλιά αχτένιστα, κρεμασμένα, στους ώμους, φθαρμένη ρόμπα, στραβοπατημένες παντόφλες, έξαλλο βλέμμα, την αντιλήφθηκε να τρέχει προς το μέρος του, στάθηκε μπροστά του, ρε μαλάκα, τι ζόρι τραβάς, νομίζεις δεν σε έχω καταλάβει ένα μήνα τώρα, ανώμαλε, ποιος είσαι  κάντην αμέσως πριν φωνάξω την αστυν… σταμάτησε απότομα, ξαφνικά συνειδητοποίησε πως το πλάσμα που καθόταν απέναντί της, δεν είχε πρόσωπο, μάλλον υπήρχε το περίγραμμα του προσώπου, αλλά μπορούσε να διακρίνει μέσα από αυτό, τις σπασμένες κούνιες, την απέναντι πολυκατοικία... 

Γιατί απορείς της απάντησε, είμαι εσύ, από μέσα προς τα έξω…

Είμαι η νοσταλγία για τα παιδικά σου χρόνια, για το αγόρι που είχες αγαπήσει στην εφηβεία και ποτέ δεν βρήκες το θάρρος να του το δείξεις, οι πιο κρυφές σου σκέψεις, τα μαύρα σου φεγγάρια, τα θέλω που έγιναν πρέπει, τα πρέπει που σε σκοτώνουν, οι επιθυμίες που σκοντάφτουν στην ατολμία σου, εκείνο το ταξίδι στην Τοσκάνη που ποτέ δεν αποφασίζεις να κάνεις, η έξαψή σου κάθε Πέμπτη, η ντροπή σου όταν τον πληρώνεις πριν φύγει στα κρυφά…

Το πρόσωπο άλλαξε, δεν ήταν πια διάφανο, ένας λεκιασμένος καθρέφτης το κάλυπτε, έβγαινε σχεδόν έξω από το περίγραμμα, έβλεπε τον εαυτό της, θολές σκηνές από πράγματα περασμένα, πρόσωπα, άλλοτε σχήματα, κόκκινο χρώμα, δεν θα με ξαναδείς της είπε, δεν έχει πια νόημα, «η ευκαιρία υπήρχε, η ευκαιρία χάθηκε?»…

Κάποιοι περαστικοί άρχισαν να κοντοστέκονται, μερικοί την έδειχναν πριν προχωρήσουν, μια γυναίκα με λυμένα μαλλιά, βαμβακερή ρόμπα και στραβοπατημένες παντόφλες, κοιτούσε με επιμονή το μοναδικό ξεχαρβαλωμένο παγκάκι της παιδικής χαράς, δίπλα στο δέντρο…






2 σχόλια: